νυμφομανία

νυμφομανία
Υπερβολική και νοσηρή έξαρση της γενετήσιας επιθυμίας, γυναικών ή θηλυκών ζώων, που χαρακτηρίζεται από συνεχή και ακατανίκητη ανάγκη συνουσίας. Η ν. παρατηρείται περισσότερο στα ζώα και κυρίως στις φοράδες, τις αγελάδες, τις γάτες και λιγότερο στα σκυλιά. Λέγεται και μητρομανία.
* * *
η
ιατρ. (για γυναίκα ή θηλυκό ζώο) παθολογική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από έξαρση τού γενετήσιου πόθου, από ακόρεστη επιθυμία για συνουσία, αλλ. μητρομανία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. nymphomanie < νύμφη + -μανία (< -μανής < μαίνομαι). Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Άγγ. Βλάχου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • νυμφομανία — η κατάσταση κατά την οποία μια γυναίκα έχει έντονες και συνεχείς σεξουαλικές επιθυμίες, αλλ. αντρομανία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μανιόκηπος — μανιόκηπος, ον (Α) (για γυναίκα) αυτή που πάσχει από νυμφομανία, ανδρομανής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μανία + κῆπος* «γυναικείο εφήβαιο»] …   Dictionary of Greek

  • μητρομανία — η (Α μητρομανία) παθολογική γενετήσια επιθυμία στις γυναίκες, αλλ. νυμφομανία. [ΕΤΥΜΟΛ. μήτρα (Ι) + μανία (< μανής < μαίνομαι), πρβλ. γυναικο μανία] …   Dictionary of Greek

  • νυμφομανής — ές ιατρ. αυτός που πάσχει από νυμφομανία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. nymphomaniac < νύμφη + μανής (< μαίνομαι)] …   Dictionary of Greek

  • νύφη — και νύμφη, η (ΑΜ νύμφη, Α δωρ. τ. νύμφα Μ και νύφη) 1. γυναίκα που τελεί ή τέλεσε πρόσφατα τους γάμους της, νιόπαντρη 2. η σύζυγος τού γιου σε σχέση με τους γονείς του («διχάσαι νύμφην κατά τής πενθερᾱς αὐτής», ΚΔ) 3. η σύζυγος ενός από τους… …   Dictionary of Greek

  • οργασμός — (Ιατρ.). Φυσική γενετήσια ορμή. Ο ο. θεωρείται φυσιολογικός, εφόσον εκδηλώνεται σε λογικά όρια. Ο υπερβολικός ο. στους άντρες αποκαλείται πριαπισμός ή σατυρίαση και οφείλεται στην υπερλειτουργία των αδένων της που συντονίζουν τη γενετήσια… …   Dictionary of Greek

  • νυμφομανής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που πάσχει από νυμφομανία (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”